αναπήζω — 1. κάνω κάτι να πήξει εκ νέου, ξαναπήζω 2. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό για να επαρκέσει έπειτα στη ζύμωση … Dictionary of Greek
φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
χαροπαλεύω — χαροπάλεψα 1. παλεύω με το Χάρο, ψυχομαχώ: Χαροπαλεύει και έφεραν τον παπά να τον μεταλάβει. 2. αγωνίζομαι πολύ για να τα βγάλω πέρα, τσακίζομαι: Χαροπαλεύει για να επαρκέσει στις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)